συμπαθοπρεπώς

συμπαθοπρεπώς
Μ
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει σε πρόσωπο συμπαθές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *συμπαθοπρεπής (< συμπαθής + -πρεπής [< πρέπω], πρβλ. αρχαιο-πρεπής) + επιρρμ. κατάλ. -ῶς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”